- καλλίκρανος
- καλλίκρανος, -ον1 with lovely spring μελιγαθὲς ἀμβρόσιον ὕδωρ Τιλφώσσας ἀπὸ καλλικράνου fr. 198b.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
Lexicon to Pindar. William J.. 2010.
καλλίκρηνος — καλλίκρηνος, δωρ. τ. καλλίκρανος, ον (Α) αυτός που έχει ωραία κρήνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι) * + κρηνος (< κρήνη), πρβλ. αγχί κρηνος, εύ κρηνος] … Dictionary of Greek